-
1 обессилеть
обессилеть αδυνατίζω εξαντλούμαι, κουράζομαι (устать)* * *αδυνατίζω εξαντλούμαι, κουράζομαι ( устать) -
2 известись
-ведусь, -ведёшься, παρλθ. χρ. -вёлся, -велась, -лось, μτχ. παρλθ. χρ. изведшийся ρ.σ.1. βασανίζομαι,.καταπονούμαι, κατατρύχομαι, τυραννιέμαι. || φθίνω, αδυνατίζω, εξαντλούμαι, λιώνω.2. χάνομαι, εξαφανίζομαι, παύω να υπάρχω. -
3 подвести
-веду, -ведёшь, παρλθ. подвёл, -вела, -ло, παρλθ. χρ. подведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подведенный, βρ: -ден, -дена, -оρ.σ.μ.1. οδηγώ, φέρνω κοντά, πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω. || φτάνω, φέρω ως ενώνω.2. βάζω, θέτω, τοποθετώ κάτω απο. || χτίζω, φτιάχνω. || μτφ. ερευνώ, ψάχνω να βρω (επιχειρήματα κ.τ.τ.).μτφ. βάζω, υποτάσσω.3. φέρω σε δύσκολη θέση. || μτφ. περιάγω, φέρω, οδηγώ.4. κάνω, εκτελώ•подвести счёт κάνω λογαριασμό.
5. βάφω, χρωματίζω ελαφρά• φτιασιδώνω, μακιγιάρω,6. (απράσ.) ξεπέφτω, αδυνατίζω,εξαντλούμαι.εκφρ.подвести часы – βάζω το ωρολόγι (φέρω τους δείχτες στην ακριβή ώρα)•живот (желудок) -ло – η κοιλιά ή το στομάχι διαμαρτύρεται (θέλω να φάω).-йсь βάφομαι, χρωματίζομαι ελαφρά φτιασιδώνομαι, μακιγιάρομαι. -
4 преломить
млю, -ломишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преломленный, βρ: -лен, -лена, -лено.1. παλ. θραύω, σπάζω, τσακίζω.2. (φυσ.) διαθλώ.3. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω. || παρανοώ.1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι.2. (φυσ.) διαθλώμαι.3. μτφ. αδυνατίζω, εξαντλούμαι, τσακίζομαι, κόβομαι, καταβάλλομαι.4. μτφ. παλ. αλλάζω απότομα, κάνω απότομη στροφή σπάζω•зима -лась ο χειμώνας έσπασε•
5. μτφ. παίρνω, αποκτώ άλλη έννοια, νόημα. -
5 хиреть
ρ.δ. αδυνατίζω, εξαντλούμαι, εξασθενίζω, φθίνω, μαραζώνω. || (για φυτά) μαραίνομαι. || μτφ. ξεπέφτω, παρακμάζω•талант -еет το ταλέντο μαραίνεται.
-
6 деградировать
-рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.1. παρακμάζω, βρίσκομαι σε κατάσταση μαρασμού.2. φθείρομαι, εξασθενίζω, εξαντλούμαι αδυνατίζω, χάνω τις καλές ιδιότητες. -
7 изморить
-орю, -оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изморенный, βρ: -рен, -рена, -реноρ.σ.μ.(απλ.) εξασθενώ, εξαντλώ με την πείνα, λιμοκτονώ. || κουράζω, βασανίζω, αδυνατίζω.καταπονούμαι, εξαντλούμαι, εξασθενίζω, αποκάμω. -
8 износить
-ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изношенный, βρ: -йен, -а, -оρ.σ.μ.φθείρω, τρίβω, χαλνώ (για ενδύματα, υποδήματα).1. φθείρομαι, τρίβομαι, χαλνώ, παλιώνω (για ενδύματα, υποδήματα, μηχανήματα).2. εξαντλούμαι, εξασθενίζω, αδυνατίζω, χάνω τις δυνάμεις. -
9 истомить
-омлю, -омишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истомленный-лен, -лена, -леноρ.σ.μ. κατακουράζω, καταβάλλω• εξαντλώ, αδυνατίζω, λιώνω•работа -ла его η δουλειά τον εξάντλησε•
ожидание -ло душу η αναμονή κούρασε την ψυχή.
κατακουράζομαι, καταπονούμαι, απαυδώ• καταβάλλομαι, εξαντλούμαι, εξασθενίζω. -
10 истощить
-щу, -щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истощённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. εξασθενώ, εξαντλώ•лихорадка -ла его ο μεγάλος πυρετός τον εξάντλησε•
истощить терпение εξαντλώ την υπομονή.
2. αδυνατίζω κατ ισχνάί — νω. || λιγοστεύω•истощить запасы εξαντλώ τα αποθέματα.
3. (γΐα έδαφος) γίνομαι άγονος, φτωχαίνω, στειρεύω.εξαντλούμαι, εξα-σθενίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
11 обессилеть
-ею, -еешьρ.σ.αδυνατίζω, εξασθενώ, εξαντλούμαι. -
12 разомлеть
-ею, -еешьρ.σ.εξασθενώ, αδυνατίζω, ατονώ• εξαντλούμαι, αποκάμω. -
13 расслаблять
-
14 расслабнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. расслаб-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. расслабший κ. расслабнувший ρ.σ. αδυνατίζω, εξασθενίζω• εξαντλούμαι. || μτφ. • ξεπέφτω, γίνομαι χαύνος, πλαδαρός. || χάνω την ελατηρ ιότητα.
См. также в других словарях:
εξασθενώ — (I) ( έω) (Α ἐξασθενῶ) αδυνατίζω, χάνω τις δυνάμεις μου, εξαντλούμαι μσν. (νομ.) παύω να ισχύω αρχ. 1. γίνομαι ασθενέστερος, αδυνατίζω ως προς κάτι («ἐξησθένησε τοῑς λογισμοῑς», Διόδ. Σικ.) 2. δεν έχω αρκετές δυνάμεις για να κάνω κάτι 3.… … Dictionary of Greek
αδυνατεύω — [αδύνατος] αδυνατίζω, εξασθενώ, εξαντλούμαι … Dictionary of Greek
κατατρύω — (Α) 1. μέσ. κατατρύομαι κατατρύχω, εξαντλώ, αδυνατίζω 2. παθ. εξαντλούμαι από κάτι («κατατετρῡσθαι ὑπὸ τῆς πορείας», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρύω «εξαντλώ, βασανίζω»] … Dictionary of Greek